Η τροχιά προς το limit down που διαγράφει διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα το ελαιόλαδο το τελευταίο διάστημα είναι ξεκάθαρη, ακόμη και με μια πρόχειρη ματιά στη διακύμανση των τιμών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με.... τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύει η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, βάσει της πιο πρόσφατης καταχώρησης στις 2 Δεκεμβρίου, η τιμή χονδρικής πώλησης του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην ελληνική αγορά είναι 541,25 ευρώ /100 κιλά.
Αυτό σημαίνει ότι η τρέχουσα τιμή πώλησης του ελαιολάδου στη χώρα μας, κατά μέσον όρο, σημειώνει μικρή διόρθωση, καθώς είχε πέσει ακόμη και κάτω από το όριο αναφοράς των 5 ευρώ ανά κιλό (μολονότι η συνήθης μονάδα αναφοράς είναι το λίτρο). Στις 18 Νοεμβρίου η Ε.Ε. κατέγραφε 4,92 ευρώ/κιλό, ενώ περίπου έναν μήνα πριν (21/10) ήταν στα 6,85 ευρώ/κιλό ή 28,1% πιο ακριβό. Και στην αρχή της φετινής χρονιάς (8/1) το ελληνικό ελαιόλαδο βρισκόταν στο limit up, πολύ κοντά στα 9 ευρώ/κιλό. Συνεπώς, μέσα στους τελευταίους 12 μήνες η τιμή του ελαιολάδου στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 39%-45%.
Ασφαλώς, η κατακρήμνιση του κόστους δεν θα μπορούσε να ανακουφίζει περισσότερο τους καταναλωτές. Το αγαπημένο λάδι των Ελλήνων, ένα απολύτως απαραίτητο συστατικό του καθημερινού διαιτολογίου, επί χιλιετίες θα έλεγε κανείς, μοιραία κατατάχθηκε στην κατηγορία των ειδών πολυτελείας - και δη των απλησίαστων. Η επάνοδος στον ορθολογισμό μεταφράζεται σε σημερινές τιμές λιανικής από 8 έως 11 ευρώ κατ’ ελάχιστον ή 14-17 ευρώ μέγιστη, αναλόγως της αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
Ετσι, θα έλεγε κανείς ότι το ελαιόλαδο στην παρούσα φάση κυμαίνεται μεταξύ 11-14 ευρώ/λίτρο στην ελληνική αγορά λιανικής μιλώντας πάντα για τα τυποιημένα επώνυμα προϊόντα -ενώ στην κορύφωση της εκρηκτικής ανόδου τους η χαμηλότερη τιμή διάθεσης ήταν στα 16-17 ευρώ- και όχι για τα premium, τις ιδιαίτερες ποικιλίες, αυτά σε πολυτελείς συσκευασίες κ.λπ.
Οι τιμές λιανικής
Προφανώς, η υψηλή τιμή χονδρικής αντανακλάται αργά ή γρήγορα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Εκεί, κατά την περίοδο της κρίσης ακρίβειας, το ελαιόλαδο δικαιολογούσε όλο και περισσότερο τον καθ’ υπερβολήν χαρακτηρισμό του «υγρό χρυσάφι» που χρησιμοποίησαν πρόσφατα οι «Times» του Λονδίνου.
Λίαν εύστοχο, ομολογουμένως, αφού το «χρηματιστήριο του λαδιού» διαφέρει ελάχιστα από τις κατ’ όνομα χρηματαγορές, τις μεταπτώσεις, τις τάσεις που κατά καιρούς επικρατούν και ωθούν τους δείκτες είτε σε ράλι ανόδου είτε σε ανεξέλεγκτο κατήφορο, τις κρίσεις -τεχνητές και μη-, μαζί με όλους τους ειδικούς παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αφθονία ή η σπάνις ενός αγροτικού προϊόντος.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία προς την αποκλιμάκωση των τιμών, όπως διαμορφώνεται εσχάτως στη διεθνή αγορά του ελαιολάδου, είναι όχι μόνο ευοίωνη, αλλά φαίνεται πως θα αποδειχθεί και μακρόβια. Οι ειδικοί αναλυτές προβλέπουν ότι στο άμεσο μέλλον το ελαιόλαδο θα επανέλθει κοντά στις τιμές του 2021, όταν και άρχισε η ανεξέλεγκτη απογείωσή του, αγγίζοντας μια αύξηση σχεδόν εξωπραγματική για προϊόν μαζικής κατανάλωσης μέσα σε μία τετραετία.
Σημαντικό είναι επίσης ότι η υποχώρηση της ακρίβειας στο ελαιόλαδο συμπαρασύρει έναν μεγάλο αριθμό προϊόντων, κυρίως τροφίμων, ακόμη και υπηρεσιών. Εξάλλου, όπως είχε επισημάνει τον περασμένο Απρίλιο στο Delphi Economic Forum ο γενικός γραμματέας Εμπορίου Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, σχεδόν το μισό του πληθωρισμού τροφίμων (το 2,5% επί του 5,3%) στην Ελλάδα οφείλεται στο ελαιόλαδο.
Εστιάζοντας στην Ισπανία, μια χώρα στην οποία αντιστοιχεί σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου, τον Αύγουστο του 2020 η τιμή χονδρικής πώλησης ήταν 1,85 ευρώ/κιλό. Τον φετινό Ιανουάριο, σε ευθεία αναλογία με την Ελλάδα, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο είχε φτάσει στην οροφή των 8,7 ευρώ/κιλό. H διαφορά αυτή αντιστοιχεί σε ποσοστιαία αύξηση 370,3%.
Η κερδοσκοπία
Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να συστήσει εξειδικευμένο θεσμικό όργανο, ένα Παρατηρητήριο Αγοράς Ελαιολάδου και Επιτραπέζιων Ελαίων, επιβεβαιώνει εμπράκτως την ανάγκη συστηματικού ελέγχου σε έναν τομέα που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον όχι μόνο για τη διατροφή μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας, αλλά και λόγω των μεγάλων περιθωρίων για παιχνίδια αθρόας κερδοσκοπίας.
Το ελαιόλαδο, ως καταναλωτικό προϊόν που ακολουθεί τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, είναι κάτι περισσότερο, λειτουργεί σαν οδοδείκτης της εκάστοτε κατάστασης των πραγμάτων στην οικονομία, στις διακρατικές εμπορικές σχέσεις, ακόμη και στην πολιτική και οπωσδήποτε στην κοινωνία. Μάλιστα, ο παράγοντας της φύσης, από τον οποίο εξαρτάται κατεξοχήν και καθ’ ολοκληρίαν η παραγωγή ελαιολάδου, για τους επίδοξους χρυσοθήρες του λαδιού μπορεί να λειτουργήσει ως η ιδανική πρόφαση προκειμένου να δικαιολογηθούν η περιορισμένη διάθεση του προϊόντος και, κατά συνέπεια, η αύξηση της ζήτησης και των τιμών.
Οπωσδήποτε, το ελαιόλαδο δεν είναι ούτε πετρέλαιο, ούτε στην κυριολεξία χρυσός, εξ ου και η μακροχρόνια αποθήκευσή του, ιδιαίτερα σε ποσότητες τόσο μεγάλες ώστε να δημιουργήσουν τεχνητή έλλειψη, ενέχει τον πολύ υψηλό κίνδυνο καταστροφής του ίδιου του προϊόντος. Παρ’ όλα αυτά, όσοι αντιμετωπίζουν το ελαιόλαδο ως άλλο ένα είδος τζόγου, ως χρηματιστηριακή επένδυση, επινοούν τα κατάλληλα τεχνάσματα για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Η πλέον συνηθισμένη πρακτική αλλοίωσης της πραγματικής εικόνας της αγοράς είναι η εμπορική αναβάπτιση του ελαιολάδου που παράγεται σε χώρες όπως η Τυνησία, η Τουρκία αλλά και η Ελλάδα. Για παράδειγμα, συμβαίνει πολύ συχνά ιταλικές βιομηχανίες να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες από Ελληνες παραγωγούς, σε βυτία ή κοινώς χύμα, σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές.
Κατόπιν, το ίδιο προϊόν συσκευάζεται και διακινείται στο εμπόριο σε εντελώς διαφορετική κατηγορία, με την ετικέτα του αυθεντικού ιταλικού ελαιολάδου, με κόστος για τον καταναλωτή τουλάχιστον πενταπλάσιο απ’ ό,τι αν το αγόραζε απευθείας από τον Ελληνα παραγωγό ή, έστω, από την ελληνική αγορά. Οι πρακτικές αυτές προκαλούν στρεβλώσεις σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο ως προς την ταυτοποίηση και την αξία του προϊόντος όσο και στη λειτουργία της αγοράς.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την εγχώρια τάση αισχροκέρδειας και την αναχαίτισή της, το υπουργείο Ανάπτυξης έχει επιβάλει στους εμπόρους την υποχρέωση να μην υπερβαίνουν στο ελαιόλαδο το περιθώριο κέρδους που είχαν το 2021.
Λαμβάνοντας το συγκεκριμένο έτος ως ορόσημο αναφοράς, κατά τη διάρκειά του η Ισπανία παρήγαγε 1.492.000 τόνους ελαιολάδου. Την επόμενη χρονιά (το annus horribilis της ελαιοκομίας κυρίως στη Νοτιοδυτική Ευρώπη λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας) η ισπανική παραγωγή έπεσε στο λιγότερο από το μισό, με μόλις 666.000 τόνους.
Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως την περίοδο 2023-2024, όταν οι Ισπανοί είδαν την παραγωγή τους να ανεβαίνει στους 851.000 τόνους, αλλά το έλλειμμα, περίπου 1,5 εκατομμυρίου τόνων στη διάρκεια της αποφράδας διετίας, αναπόφευκτα ήταν υπερβολικά μεγάλο για να περάσει ανώδυνα για τη διεθνή αγορά, η οποία αντέδρασε όπως προβλεπόταν, με υπερβολική αύξηση των τιμών, κάτι που ενίσχυσε την απομάκρυνση μιας πολύ μεγάλης μερίδας του κοινού από το ελαιόλαδο.
Υπολογίζεται πως περίπου το 40% των καταναλωτών άρχισε να χρησιμοποιεί τα κατά πολύ φθηνότερα σπορέλαια (ηλιέλαιο, αραβοσιτέλαιο, πυρηνέλαιο κ.ά.), δημιουργώντας μια τάση που πολύ δύσκολα θα αναστραφεί. Η πτώση της τιμής του ίσως δελεάσει κάποιους να επιστρέψουν στο γνήσιο και ανώτερης διατροφικής αξίας ελαιόλαδο, ωστόσο πολλοί από τους ειδικούς εκφράζουν την απαισιοδοξία τους ότι η επιστροφή δεν θα είναι καθολική, έστω και σε βάθος χρόνου, παρόλο που η μεσογειακή διατροφή προβάλλεται παγκοσμίως όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια, ως υπόδειγμα ισορροπίας γεύσεων, υγιεινών πρώτων υλών, συνδυασμών και μεθόδων προετοιμασίας.
Η χαμένη ευκαιρία
Το ελληνικό παράδοξο σε σχέση με το ελαιόλαδο έγκειται στο ότι η χώρα μας τείνει να συντονίζεται με την υπόλοιπη Ευρώπη μόνο στις αρνητικές πτυχές, τη δυσαρμονία μεταξύ παραγωγής και ζήτησης, ενώ αφήνονται ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για τους εγχώριους παραγωγούς, οι οποίες προσφέρονται, απροσδόκητα, από κάποια κλιματικά καπρίτσια.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του είδους ήταν ό,τι συνέβη στην αγορά ελαιολάδου την περίοδο 2022-2023, όταν η Ελλάδα βρέθηκε, από κάποια εύνοια της φύσης, σε καλύτερη μοίρα συγκριτικά με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, όπου η παραγωγή λαδιού ισοπεδώθηκε από την ξηρασία. Η ελληνική παραγωγή υπέφερε λιγότερο, κάτι που θα ήταν σπουδαίο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα - αρκεί να είχε αξιοποιηθεί όπως θα έπρεπε. Αντί όμως για την Ελλάδα, ήταν η Τουρκία που το ίδιο διάστημα διέβλεψε εγκαίρως την ευκαιρία και εισήλθε επιθετικά στην αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακτήσει τη δεύτερη θέση μεταξύ των μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών κρατών στον κόσμο.
Με όρους χρηματιστηριακούς, η προοπτική της αγοράς ελαιολάδου για το άμεσο μέλλον υπερβαίνει την περιστασιακή διόρθωση. Κατά τον Μιγκέλ Ανχελ Γκουζμάν, διευθυντή Πωλήσεων της Deoleo, κολοσσού στον συγκεκριμένο κλάδο, «είμαστε αισιόδοξοι, καθώς περιμένουμε ότι η αγορά ελαιολάδου θα σταθεροποιηθεί, με την κανονικότητα στις τιμές να επιστρέφει σταδιακά.
Αυτό δείχνουν η πρόοδος της συγκομιδής στην Ισπανία και η συνακόλουθη αύξηση της προσφοράς στην αγορά. Αν οι καιρικές συνθήκες συνεχίσουν να είναι ευνοϊκές και παραμείνει σταθερή η ποσότητα του καρπού που μαζεύεται, η αποκλιμάκωση των τιμών παραγωγού θα εξακολουθήσει τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο του 2025. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση για το ελαιόλαδο πιθανότατα θα συνεχίσει να πέφτει, ως παρενέργεια των προηγούμενων ετών, λόγω της ακρίβειας και της στροφής του κοινού σε λάδια άλλου τύπου».
Η επισήμανση της απομάκρυνσης των καταναλωτών από το ελαιόλαδο, όπως το θέτει ο κ. Γκουζμάν, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αμελητέα. Αντιθέτως, είναι παράγοντας που επηρεάζει καίρια το χρηματιστήριο του λαδιού. Η άποψη της οικονομολόγου Δήμητρας Αλιέως, ως εμπειρογνώμονος στο διεθνές εμπόριο ελαιολάδου, όπως τη διατύπωσε σε άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας, αναφέρει ότι «τα τελευταία δύο χρόνια χάσαμε το 40% των πωλήσεων του ελαιολάδου.
Αυτές τις απώλειες δύσκολα θα μπορέσουμε να τις πάρουμε πίσω σύντομα. Κάποιοι καταναλωτές έχουν εξοικειωθεί με τα σπορέλαια, άλλοι έμαθαν να κάνουν μείγματα στην κουζίνα τους ανακατεύοντας σπορέλαιο με ελαιόλαδο, μισό-μισό. Αφού δεν επιτρέπεται δημοσίως, επιτρέπεται κατ’ οίκον! Θα χρειαστούμε πολύ κόπο και υπομονή για να επανέλθει η αγορά».
Ο κ. Βασίλης Ζαμπούνης, σχολιάζοντας την τρέχουσα κατάσταση στο πλαίσιο του Παρατηρητηρίου Ελαιολάδου και Επιτραπέζιας Ελιάς, ακτινοσκοπεί τα διλήμματα των Ελλήνων παραγωγών, οι οποίοι φαίνεται ότι υιοθέτησαν μια στάση αναμονής τους προηγούμενους μήνες πιστεύοντας, προβλέποντας ή απλώς ελπίζοντας ότι η πτώση των τιμών θα είναι παροδική και ότι σύντομα θα υπήρχε ανάκαμψη.
Το αποτέλεσμα ήταν να απέχουν από την αγορά αποφεύγοντας να πουλήσουν τα αποθέματά τους, κόντρα στη διεθνή τάση που προσανατολίζεται σταθερά στη διάθεση προϊόντος στην αγορά, στις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες. Η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων δεν φαίνεται να αποβαίνει προς όφελός τους, τουλάχιστον στην καθοδική φάση του ελαιο-χρηματιστηρίου. Το οποίο δεν πρόκειται να σταματήσει, ενδεχομένως ποτέ, να επιφυλάσσει εκπλήξεις πίσω από την ετικέτα του ελαιολάδου, ενός προϊόντος συνυφασμένου σχεδόν με την παρουσία του ανθρώπου στον πλανήτη Γη.
Οπωσδήποτε, το ελαιόλαδο δεν είναι ούτε πετρέλαιο, ούτε στην κυριολεξία χρυσός, εξ ου και η μακροχρόνια αποθήκευσή του, ιδιαίτερα σε ποσότητες τόσο μεγάλες ώστε να δημιουργήσουν τεχνητή έλλειψη, ενέχει τον πολύ υψηλό κίνδυνο καταστροφής του ίδιου του προϊόντος. Παρ’ όλα αυτά, όσοι αντιμετωπίζουν το ελαιόλαδο ως άλλο ένα είδος τζόγου, ως χρηματιστηριακή επένδυση, επινοούν τα κατάλληλα τεχνάσματα για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Η πλέον συνηθισμένη πρακτική αλλοίωσης της πραγματικής εικόνας της αγοράς είναι η εμπορική αναβάπτιση του ελαιολάδου που παράγεται σε χώρες όπως η Τυνησία, η Τουρκία αλλά και η Ελλάδα. Για παράδειγμα, συμβαίνει πολύ συχνά ιταλικές βιομηχανίες να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες από Ελληνες παραγωγούς, σε βυτία ή κοινώς χύμα, σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές.
Κατόπιν, το ίδιο προϊόν συσκευάζεται και διακινείται στο εμπόριο σε εντελώς διαφορετική κατηγορία, με την ετικέτα του αυθεντικού ιταλικού ελαιολάδου, με κόστος για τον καταναλωτή τουλάχιστον πενταπλάσιο απ’ ό,τι αν το αγόραζε απευθείας από τον Ελληνα παραγωγό ή, έστω, από την ελληνική αγορά. Οι πρακτικές αυτές προκαλούν στρεβλώσεις σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο ως προς την ταυτοποίηση και την αξία του προϊόντος όσο και στη λειτουργία της αγοράς.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την εγχώρια τάση αισχροκέρδειας και την αναχαίτισή της, το υπουργείο Ανάπτυξης έχει επιβάλει στους εμπόρους την υποχρέωση να μην υπερβαίνουν στο ελαιόλαδο το περιθώριο κέρδους που είχαν το 2021.
Λαμβάνοντας το συγκεκριμένο έτος ως ορόσημο αναφοράς, κατά τη διάρκειά του η Ισπανία παρήγαγε 1.492.000 τόνους ελαιολάδου. Την επόμενη χρονιά (το annus horribilis της ελαιοκομίας κυρίως στη Νοτιοδυτική Ευρώπη λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας) η ισπανική παραγωγή έπεσε στο λιγότερο από το μισό, με μόλις 666.000 τόνους.
Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως την περίοδο 2023-2024, όταν οι Ισπανοί είδαν την παραγωγή τους να ανεβαίνει στους 851.000 τόνους, αλλά το έλλειμμα, περίπου 1,5 εκατομμυρίου τόνων στη διάρκεια της αποφράδας διετίας, αναπόφευκτα ήταν υπερβολικά μεγάλο για να περάσει ανώδυνα για τη διεθνή αγορά, η οποία αντέδρασε όπως προβλεπόταν, με υπερβολική αύξηση των τιμών, κάτι που ενίσχυσε την απομάκρυνση μιας πολύ μεγάλης μερίδας του κοινού από το ελαιόλαδο.
Υπολογίζεται πως περίπου το 40% των καταναλωτών άρχισε να χρησιμοποιεί τα κατά πολύ φθηνότερα σπορέλαια (ηλιέλαιο, αραβοσιτέλαιο, πυρηνέλαιο κ.ά.), δημιουργώντας μια τάση που πολύ δύσκολα θα αναστραφεί. Η πτώση της τιμής του ίσως δελεάσει κάποιους να επιστρέψουν στο γνήσιο και ανώτερης διατροφικής αξίας ελαιόλαδο, ωστόσο πολλοί από τους ειδικούς εκφράζουν την απαισιοδοξία τους ότι η επιστροφή δεν θα είναι καθολική, έστω και σε βάθος χρόνου, παρόλο που η μεσογειακή διατροφή προβάλλεται παγκοσμίως όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια, ως υπόδειγμα ισορροπίας γεύσεων, υγιεινών πρώτων υλών, συνδυασμών και μεθόδων προετοιμασίας.
Η χαμένη ευκαιρία
Το ελληνικό παράδοξο σε σχέση με το ελαιόλαδο έγκειται στο ότι η χώρα μας τείνει να συντονίζεται με την υπόλοιπη Ευρώπη μόνο στις αρνητικές πτυχές, τη δυσαρμονία μεταξύ παραγωγής και ζήτησης, ενώ αφήνονται ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για τους εγχώριους παραγωγούς, οι οποίες προσφέρονται, απροσδόκητα, από κάποια κλιματικά καπρίτσια.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του είδους ήταν ό,τι συνέβη στην αγορά ελαιολάδου την περίοδο 2022-2023, όταν η Ελλάδα βρέθηκε, από κάποια εύνοια της φύσης, σε καλύτερη μοίρα συγκριτικά με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, όπου η παραγωγή λαδιού ισοπεδώθηκε από την ξηρασία. Η ελληνική παραγωγή υπέφερε λιγότερο, κάτι που θα ήταν σπουδαίο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα - αρκεί να είχε αξιοποιηθεί όπως θα έπρεπε. Αντί όμως για την Ελλάδα, ήταν η Τουρκία που το ίδιο διάστημα διέβλεψε εγκαίρως την ευκαιρία και εισήλθε επιθετικά στην αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακτήσει τη δεύτερη θέση μεταξύ των μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών κρατών στον κόσμο.
Με όρους χρηματιστηριακούς, η προοπτική της αγοράς ελαιολάδου για το άμεσο μέλλον υπερβαίνει την περιστασιακή διόρθωση. Κατά τον Μιγκέλ Ανχελ Γκουζμάν, διευθυντή Πωλήσεων της Deoleo, κολοσσού στον συγκεκριμένο κλάδο, «είμαστε αισιόδοξοι, καθώς περιμένουμε ότι η αγορά ελαιολάδου θα σταθεροποιηθεί, με την κανονικότητα στις τιμές να επιστρέφει σταδιακά.
Αυτό δείχνουν η πρόοδος της συγκομιδής στην Ισπανία και η συνακόλουθη αύξηση της προσφοράς στην αγορά. Αν οι καιρικές συνθήκες συνεχίσουν να είναι ευνοϊκές και παραμείνει σταθερή η ποσότητα του καρπού που μαζεύεται, η αποκλιμάκωση των τιμών παραγωγού θα εξακολουθήσει τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο του 2025. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση για το ελαιόλαδο πιθανότατα θα συνεχίσει να πέφτει, ως παρενέργεια των προηγούμενων ετών, λόγω της ακρίβειας και της στροφής του κοινού σε λάδια άλλου τύπου».
Η επισήμανση της απομάκρυνσης των καταναλωτών από το ελαιόλαδο, όπως το θέτει ο κ. Γκουζμάν, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αμελητέα. Αντιθέτως, είναι παράγοντας που επηρεάζει καίρια το χρηματιστήριο του λαδιού. Η άποψη της οικονομολόγου Δήμητρας Αλιέως, ως εμπειρογνώμονος στο διεθνές εμπόριο ελαιολάδου, όπως τη διατύπωσε σε άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας, αναφέρει ότι «τα τελευταία δύο χρόνια χάσαμε το 40% των πωλήσεων του ελαιολάδου.
Αυτές τις απώλειες δύσκολα θα μπορέσουμε να τις πάρουμε πίσω σύντομα. Κάποιοι καταναλωτές έχουν εξοικειωθεί με τα σπορέλαια, άλλοι έμαθαν να κάνουν μείγματα στην κουζίνα τους ανακατεύοντας σπορέλαιο με ελαιόλαδο, μισό-μισό. Αφού δεν επιτρέπεται δημοσίως, επιτρέπεται κατ’ οίκον! Θα χρειαστούμε πολύ κόπο και υπομονή για να επανέλθει η αγορά».
Ο κ. Βασίλης Ζαμπούνης, σχολιάζοντας την τρέχουσα κατάσταση στο πλαίσιο του Παρατηρητηρίου Ελαιολάδου και Επιτραπέζιας Ελιάς, ακτινοσκοπεί τα διλήμματα των Ελλήνων παραγωγών, οι οποίοι φαίνεται ότι υιοθέτησαν μια στάση αναμονής τους προηγούμενους μήνες πιστεύοντας, προβλέποντας ή απλώς ελπίζοντας ότι η πτώση των τιμών θα είναι παροδική και ότι σύντομα θα υπήρχε ανάκαμψη.
Το αποτέλεσμα ήταν να απέχουν από την αγορά αποφεύγοντας να πουλήσουν τα αποθέματά τους, κόντρα στη διεθνή τάση που προσανατολίζεται σταθερά στη διάθεση προϊόντος στην αγορά, στις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες. Η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων δεν φαίνεται να αποβαίνει προς όφελός τους, τουλάχιστον στην καθοδική φάση του ελαιο-χρηματιστηρίου. Το οποίο δεν πρόκειται να σταματήσει, ενδεχομένως ποτέ, να επιφυλάσσει εκπλήξεις πίσω από την ετικέτα του ελαιολάδου, ενός προϊόντος συνυφασμένου σχεδόν με την παρουσία του ανθρώπου στον πλανήτη Γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.