Παρασκευή βράδυ. Έξω από το κτίριο 2 στα Επείγοντα του νοσοκομείου «Γεννηματάς» γίνεται κανονική μάχη. Φορεία με ασθενείς προς εισαγωγή κινούνται επιθετικά το ένα προς το άλλο, σα συγκρουόμενα σε λούνα πάρκ. Συγγενείς μέσα στην απελπιστική αγωνία τους τσακώνονται για το ποιος θα εισέλθει πρώτος.
-Ο δικός μου έχει 3 εγκεφαλικά και 2 εμφράγματα!
-Ο δικός μας τη βγάζει δεν την βγάζει τη νύχτα.
Φωνές και ουρλιαχτά, με φόντο ταλαιπωρημένες ψυχές που αναρωτιούνται αν σήμερα θα αποδημήσουν εις Κύριον.
Η Μ. στέκεται πρώτη στην πόρτα. Μόλις ο σεκιουριτάς της ανοίξει θα σύρει αστραπιαία το φορείο με το Γιώργο, τον πατέρα της, στα εξεταστήρια των γιατρών. Η μεγάλη ευθεία που καταλήγει εκεί της μοιάζει ατελείωτη. «Σπριντάρει» σαν σε 100άρι. Ο Γιώργος, τυχερός μέσα στην ατυχία του, είναι πια στα χέρια των ειδικών.
Η Μ. κάθεται έξω με τη μάνα της, η οποία σκέφτεται ήδη τον εαυτό της χήρα. Ένα δίωρο και κάτι εξετάσεις μετά τα αποτελέσματα είναι μάλλον καλά. Μια βαριά μεν γαστρορραγία τον οδήγησε εκεί και με..... 10 μέρες νοσηλείας θα μπορέσει να ξαναπάει στο χωριό του για να μαζέψει τα υπόλοιπα πορτοκάλια και μανταρίνια που άφησε να κρέμονται στα δέντρα.
Ο πρωινός ήλιος βρίσκει το Γιώργο σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλους δύο άντρες ασθενείς. Εκ δεξιών είναι ο Τζίμυς, συνταξιούχος ναυτικός που ο εθισμός του στο αλκοόλ και οι αλλεπάλληλες στερητικές κρίσεις, στην προσπάθειά του να το κόψει, τον οδήγησαν στον 3ο όροφο του «Γεννηματάς».
Στα αριστερά, είναι ξαπλωμένο «το φυτό», ο Γιάννης ο νησιώτης. Ο πιο άτυχος του θαλάμου των τριών. Στα 60 του χρόνια ζούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Καλπάζουσα μορφή καρκίνου στον εγκέφαλο. Νοσηλευόταν καμιά 15αρια μέρες και ζήτημα να του έμεναν άλλες πέντε. Ο Γιάννης μάλλον δεν περίμενε το θάνατο μιας και δεν καταλάβαινε πολλά. Ήταν σε κώμα, «φυτό», δεν ένιωθε τίποτα παρά μόνο τον άνισο αγώνα της καρδιάς του που αγκομαχούσε να αντέξει ακόμη μία μέρα.
Αυτοί ήταν οι συγκάτοικοι του Γιώργου, του πατέρα της Μ. και άντρα της μαμάς της που, ότι κι αν της έλεγαν, νόμιζε ότι οσονούπω θα ντυνόταν στα μαύρα.
Από την πρώτη κιόλας μέρα, ο Γιώργος κατάλαβε πολλά και για το τι σημαίνει δημόσιο νοσοκομείο και πως πρέπει να λειτουργεί κανείς μέσα σε αυτό. Οι γιατροί πρέπει να θεωρούνται ήρωες όταν έχουν να τα βγάλουν πέρα με τόσο κόσμο, πανικόβλητο, απεγνωσμένο και ανυπόμονο που απαιτεί προτεραιότητα και προσοχή χωρίς να δείχνει καμία κατανόηση και κυρίως καμία ευγένεια. Και όλα αυτά για μισθό 900 ευρώ.
Το καλύτερο όμως είναι οι νοσοκόμες και κυρίως οι βαριεστημένες προϊσταμένες που απαντούν αφοπλιστικά σε οποιαδήποτε λογική απαίτηση έχει ένας ασθενής ή οι συγγενείς του. Εξηγώ: όταν η Μ. θέλησε να αλλάξει τα σεντόνια στο κρεβάτι του πατέρα της η απάντηση της επιβλέπουσας νοσηλεύτριας ήταν πως δεν είχε να στείλει άνθρωπο κι αν ήθελε πια τόσο πολύ να του στρώσει καθαρά ας τα άλλαζε μόνη της!
Επίσης, στα δημόσια νοσοκομεία η τηλεόραση στους θαλάμους δε θεωρείται αυτονόητη ούτε καν μια καρέκλα για να ξαποσταίνει ένας συγγενείς που ξενυχτάει έναν άρρωστο. Για τέτοιου είδους «εξτραδάκια» υπήρχε ένα συμπαθέστατο μαγαζάκι όπου ένας κύριος νοίκιαζε τηλεόραση για 15 ευρώ την εβδομάδα και μια chaise-longue σε ανάλογη τιμή, η οποία σίγουρα δεν προοριζόταν για ηλιοθεραπεία.
Έτσι ή αλλιώς, ο Γιώργος βολεύτηκε και περίμενε τις μέρες να περάσουν για να συνέλθει και να πάρει εξιτήριο. Την τρίτη μέρα κατάλαβε λίγα περισσότερα για τους συγκατοίκους του.
Μόλις είχε ξεπροβάλει ο ήλιος εισέρχεται στο δωμάτιο μια γυναίκα ψηλή, όμορφη, μελαμψή. Είναι εκνευρισμένη και κατευθύνεται στον Τζίμυ το ναυτικό. Εκείνος μόλις τη βλέπει σηκώνεται όρθιος, ανάβει ένα τσιγάρο αδιαφορώντας για το αν έπρεπε ή όχι, τσακώνονται με φωνές και χειρονομίες, μισά ελληνικά μισά σενεγαλέζικα, λόγω της καταγωγής της γυναίκας. Ένα μισάωρο μετά αυτή εξαφανίζεται και εκείνος μένει να κοιτάει αποσβολωμένος μία την πόρτα, μία «το φυτό» και μία τον πατέρα της Μ. Ήταν η τελευταία φορά που ο Τζίμυς είδε τη γυναίκα του και η πρώτη και τελευταία που την είδαν κι οι άλλοι. Όσοι μπορούσαν τουλάχιστον.
Για το Γιάννη, τον εγκεφαλικά νεκρό, τα πράγματα είχαν απλοποιηθεί, θέλοντας και μη. Γύρω του μαζεμένοι 4-5 συγγενείς έριχναν κλεφτές ματιές στο μηχάνημα που έδειχνε τους χτύπους της καρδιάς διερωτώμενοι αν σήμερα η γραμμή θα γίνει ευθεία. Οι συζητήσεις μεταξύ τους κυνικές για κάποιους, αλλά τόσο ρεαλιστικές. Μέσα στη στενοχώρια της, η Βούλα, η νύφη του Γιάννη, εκμυστηρεύτηκε στη Μ. μια μεγάλη της αγωνία. Αν ο Γιάννης άφηνε το μάταιο τούτο κόσμο πρωί, θα τον μετέφεραν άμεσα στο νησί και η κηδεία θα γινόταν το ίδιο απόγευμα. Εκείνη όμως πότε θα έβρισκε χρόνο για να φτιάξει τα μαλλιά της στο κομμωτήριο; Αχτένιστη θα πήγαινε στην κηδεία; Τι θα έλεγε το νησί; Μακάρι ο καλός Θεός να τον «έπαιρνε» βράδυ.
Δύο πρωινά μετά, ο Γιάννης πέθανε, ο ήλιος έλαμπε και η Βούλα έμεινε αχτένιστη.
Στο θάλαμο πια δυο τους, ο Γιώργος και ο Τζίμυς, παγωμένοι από το θάνατο του Γιάννη, δεν είχαν κουράγιο ούτε να καβγαδίσουν για το ποιος θα έπαιρνε το κρεβάτι του μακαρίτη που ήταν δίπλα στο παράθυρο και είχε θέα στον Υμηττό. Ο ναυτικός είχε τη φουρτούνα της σενεγαλέζας συζύγου και η Μ. χωρίς να χάσει χρόνο έσυρε τον πατέρα της στη θέση του «φυτού». Έτσι, ο Γιώργος μετρούσε τις μέρες να βγει, αλλά πλέον το έκανε με θέα.
Ενδιαφέρον όμως είχαν και οι γείτονες. Δίπλα, στο 344, ήταν η Βερόνικα μαζί με την «κ.Μαμά» της, όπως την αποκαλούσε και ένα πρεζάκι, καλόκαρδο, άκακο και μάλλον άμυαλο.
Η Βερόνικα ήταν ψηλή, ξανθιά και 200 κιλά τα οποία αναδείκνυε φορώντας πάντα μαύρο κολάν και κόκκινο κολλητό μπλουζάκι. Έλεγε πως ήταν μεταφράστρια και καθηγήτρια ξένων γλωσσών, μοιραία γυναίκα, που τους άντρες τους έπαιζε στα 10 χοντρά της δάχτυλα, που έτρωγε τις συντάξεις τριών διαφορετικών αγαπητικών της και που ήταν τόσο νέα, μόλις 45, για να παντρευτεί και να βάλει τον κάθε βλάκα στο κεφάλι της και πάνω από την «κ.Μαμά» της.
Το «junkie» χωρίς όνομα συμπλήρωνε τη γεωγραφία των δύο γειτονικών δωματίων. Παντρεμένος με 2 παιδιά, ήταν «καθαρός» για πάνω από ένα χρόνο, αλλά με συκώτι κατεστραμμένο και με έναν λαιμό σωστό σουρωτήρι, γεμάτο από τρυπήματα βελόνας, όταν προσπαθούσε να βρει φλέβα για μια ακόμη δόση. «Αθόρυβος», χαμογελαστός και συμπονετικός αναζητούσε την αποδοχή στα μάτια της γυναίκας του και τάιζε στο στόμα τις γριούλες του ορόφου που δεν μπορούσαν να αυτοεξυπηρετηθούν και δεν είχαν κανέναν να τις κοιτάξει. Το «πρεζάκι», αναζητώντας άφεση αμαρτιών, δεν ξεχνούσε ποτέ τις υπέργηρες φίλες του, έστω κι αν οι μισές λόγω άνοιας, δεν θα τον θυμούνταν μισή ώρα αργότερα. Ειδικά για μία κυρία, το «πρεζάκι» της στάθηκε σαν πραγματικός γιος . Ο αληθινός της γιος ερχόταν κάθε 5-6 ημέρες, ρωτούσε τους γιατρούς αν η μάνα του ζούσε, έπινε έναν καφέ μόλις μάθαινε τα ευχάριστα και αρνιόταν πεισματικά να ανέβει να την δει. Δεν ήθελε να την φορτωθεί, ούτε αυτή ούτε το Αλτσχάιμερ της. Άλλωστε είχε έτοιμα όλα τα χαρτιά. Την επόμενη εβδομάδα, η μάνα του θα είχε δικό της δωμάτιο σε γηροκομείο των Αθηνών. Αν φυσικά ήταν ακόμη ζωντανή.
Η Μ. κάθεται στην καφετέρια του νοσοκομείου. Σκέφτεται τα αποτελέσματα μιας βιοψίας που θα βγουν σε δυο εβδομάδες. Σκέφτεται όλες τις εκδοχές. Σκέφτεται το Γιάννη τον μακαρίτη. Αύριο ξημερώνει η γιορτή του. Ευτυχώς που δεν ήταν εκεί το πρωινό που πέθανε. Πίνει μια γουλιά καφέ, κοιτάει το ρολόι. Πρέπει να ανέβει πάνω. Είναι η σειρά της να ξενυχτήσει στη chaise longue. Ο πατέρας της έχει ήδη κοιμηθεί. Είναι χαμογελαστός. Σίγουρα θα ονειρεύεται το κτήμα με τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια του. Υπομονή. Η μέρα ζυγώνει.
Αφιερωμένο στη Μ.Σ.
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.