Προχθές το βράδυ, άτομο της οικογένειάς μου γύρισε στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα. Παγωμένο, έτρεμε από το κρύο, έξω είχε -5C, το μόνο που μου είπε στην αρχή ήταν ένα: «Γιατί ρε πατέρα;».
Τι είχε συμβεί;
Μαζί με κάποιους φίλους κάναν μια βόλτα για να δώσουν ό,τι είχαν μαζέψει σε παγωμένους αστέγους. Ρούχα, τρόφιμα λίγο κονιάκ…
Έτσι λοιπόν γυρίζοντας στο σπίτι με μάτια κόκκινα, όχι από το κρύο, αυτό μου είπε: «Γιατί ρε πατέρα;». Και συνέχισε: «Γιατί να υπάρχουν τόσοι άστεγοι; Πού είναι το κράτος πρόνοιας για την καταραμένη φτώχεια; Σε τι κόσμο απάνθρωπο ζούμε; Πού είναι ο σοσιαλισμός και ο κάθε –ισμός που θα φρόντιζε την εξαθλίωση; Τους απόρους, τους άστεγους, τα περήφανα γηρατειά;
Νοιώθω άβολα, εμείς στο κάτω-κάτω έχουμε τη δουλειά μας, το σπίτι μας, το ζεστό φαγητό, το ζεστό κρεβάτι. Αυτοί τι έχουν γαμώτο; Ένα χαρτοκούτι από ψυγείο είναι όλη τους η περιουσία. Το ξέρω ότι σε στεναχωρώ, αλλά για πες μου τους .....
νοιάστηκε κανένας; Και πρώτα πρώτα εμείς οι ίδιοι με τα δέκα ζευγάρια παπούτσια, λες και τα δυο δε μας έφταναν.
Τους νοιάστηκε κανένας απ’ τους κυβερνώντες; Αλλά πώς να καταλάβεις τον άλλο, όταν έχεις καλοριφέρ στο σπίτι, στο γραφείο, στο αυτοκίνητο, παντού; Μήπως ξέρουν τι θα πει κρύο; Φτώχεια, εξαθλίωση, αυτοκτονίες γονιών γιατί δεν μπορούν να ζήσουν τα παιδιά τους κι αυτοί πού είναι;
Να βγουν και να πουν με θάρρος το «δυστυχώς επτωχεύσαμε».
Γιατί πτωχεύσαμε παντού. Χάσαμε το παιχνίδι. Χάσαμε τα ουσιώδη της ζωής. Κι εμείς ακολουθούσαμε το ρεύμα και μας άρεσε!
Χάσαμε τους φίλους και τους αντικαταστήσαμε με γλείψιμο και βύσματα.
Χάσαμε την αξιοπρέπειά μας και αποδεχόμασταν με χαρά τις ψεύτικες παροχές που μας σερβίριζαν. Χάσαμε τις αξίες της ζωής. Εμείς να είμαστε καλά, τι κι αν ο γείτονας πεινάει.
Χάσαμε τους στόχους που βάλαμε για δημιουργία, σπουδή και γνώση, για ένα καλύτερο αύριο και αντ’ αυτών κυνηγούσαμε χαρτιά περιτυλίγματος που θα μας εξασφάλιζαν κάποια θεσούλα. Γλείψε κι άλλο, σκύψε κι άλλο και σκασμός! Και δε μιλούσαμε!
Χάσαμε την ανθρωπιά μας και γίναμε απάνθρωποι, επιπόλαιοι, εγωκεντρικοί, χωρίς αισθήματα, συναισθήματα, κρίση!
Χάσαμε γενικώς τον μπούσουλα.
Να αυτά επί τροχάδην μου ήρθαν στο μυαλό απόψε που στο ζεστό μου παλτό βγήκα να κάνω τι; Να σώσω ποιον; Και τώρα που έμπαινα στη ζεστασιά του σπιτιού θυμήθηκα το τετράστιχο εκείνο που μας έλεγε ο δάσκαλός μας και δεν του δίναμε σημασία:
«Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.»
Ντρέπομαι πατέρα. Αλλά γράψτα όπως σου τα λέω. Ίσως κάτι γίνει. Ίσως…
Ίσως αλλάξουν λίγο τα πράγματα. Ένας λιγότερο άστεγος είναι κέρδος. Ίσως πάρει πάλι μπροστά αυτή η μηχανή που λέγεται κράτος πρόνοιας. Γιατί τώρα ζούμε σε κράτος παράνοιας, κράτος ανίκανο και ανυπόληπτο. Λέω ίσως…
Τι είχε συμβεί;
Μαζί με κάποιους φίλους κάναν μια βόλτα για να δώσουν ό,τι είχαν μαζέψει σε παγωμένους αστέγους. Ρούχα, τρόφιμα λίγο κονιάκ…
Έτσι λοιπόν γυρίζοντας στο σπίτι με μάτια κόκκινα, όχι από το κρύο, αυτό μου είπε: «Γιατί ρε πατέρα;». Και συνέχισε: «Γιατί να υπάρχουν τόσοι άστεγοι; Πού είναι το κράτος πρόνοιας για την καταραμένη φτώχεια; Σε τι κόσμο απάνθρωπο ζούμε; Πού είναι ο σοσιαλισμός και ο κάθε –ισμός που θα φρόντιζε την εξαθλίωση; Τους απόρους, τους άστεγους, τα περήφανα γηρατειά;
Νοιώθω άβολα, εμείς στο κάτω-κάτω έχουμε τη δουλειά μας, το σπίτι μας, το ζεστό φαγητό, το ζεστό κρεβάτι. Αυτοί τι έχουν γαμώτο; Ένα χαρτοκούτι από ψυγείο είναι όλη τους η περιουσία. Το ξέρω ότι σε στεναχωρώ, αλλά για πες μου τους .....
νοιάστηκε κανένας; Και πρώτα πρώτα εμείς οι ίδιοι με τα δέκα ζευγάρια παπούτσια, λες και τα δυο δε μας έφταναν.
Τους νοιάστηκε κανένας απ’ τους κυβερνώντες; Αλλά πώς να καταλάβεις τον άλλο, όταν έχεις καλοριφέρ στο σπίτι, στο γραφείο, στο αυτοκίνητο, παντού; Μήπως ξέρουν τι θα πει κρύο; Φτώχεια, εξαθλίωση, αυτοκτονίες γονιών γιατί δεν μπορούν να ζήσουν τα παιδιά τους κι αυτοί πού είναι;
Να βγουν και να πουν με θάρρος το «δυστυχώς επτωχεύσαμε».
Γιατί πτωχεύσαμε παντού. Χάσαμε το παιχνίδι. Χάσαμε τα ουσιώδη της ζωής. Κι εμείς ακολουθούσαμε το ρεύμα και μας άρεσε!
Χάσαμε τους φίλους και τους αντικαταστήσαμε με γλείψιμο και βύσματα.
Χάσαμε την αξιοπρέπειά μας και αποδεχόμασταν με χαρά τις ψεύτικες παροχές που μας σερβίριζαν. Χάσαμε τις αξίες της ζωής. Εμείς να είμαστε καλά, τι κι αν ο γείτονας πεινάει.
Χάσαμε τους στόχους που βάλαμε για δημιουργία, σπουδή και γνώση, για ένα καλύτερο αύριο και αντ’ αυτών κυνηγούσαμε χαρτιά περιτυλίγματος που θα μας εξασφάλιζαν κάποια θεσούλα. Γλείψε κι άλλο, σκύψε κι άλλο και σκασμός! Και δε μιλούσαμε!
Χάσαμε την ανθρωπιά μας και γίναμε απάνθρωποι, επιπόλαιοι, εγωκεντρικοί, χωρίς αισθήματα, συναισθήματα, κρίση!
Χάσαμε γενικώς τον μπούσουλα.
Να αυτά επί τροχάδην μου ήρθαν στο μυαλό απόψε που στο ζεστό μου παλτό βγήκα να κάνω τι; Να σώσω ποιον; Και τώρα που έμπαινα στη ζεστασιά του σπιτιού θυμήθηκα το τετράστιχο εκείνο που μας έλεγε ο δάσκαλός μας και δεν του δίναμε σημασία:
«Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.»
Ντρέπομαι πατέρα. Αλλά γράψτα όπως σου τα λέω. Ίσως κάτι γίνει. Ίσως…
Ίσως αλλάξουν λίγο τα πράγματα. Ένας λιγότερο άστεγος είναι κέρδος. Ίσως πάρει πάλι μπροστά αυτή η μηχανή που λέγεται κράτος πρόνοιας. Γιατί τώρα ζούμε σε κράτος παράνοιας, κράτος ανίκανο και ανυπόληπτο. Λέω ίσως…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.